- διπλοκεφαλία
- ητερατώδης διάπλαση, κατά την οποία δύο κεφαλές στηρίζονται σε ένα σώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλοκέφαλος — η, ο 1. τέρας που παρουσιάζει διπλοκεφαλία 2. το αρσ. ως ουσ. μικρή αράχνη τών εύκρατων χωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ν. Γ. Πολίτη] … Dictionary of Greek